
Οι επαΐοντες καθηγήτορες
Η αγέλη των αμαρτωλών αλαζόνων πετεινών θα περάσει τη πόρτα με την ουρά στα σκέλια και θα κρατήσει την ανάσα της μέχρι τη δίκη.
Δεν θα υπάρχει ούτε μια στάλα ιδρώτα να κυλήσει πάνω στους δείκτες του ρολογιού.
Δεν θα μπορεί ακόμα κι ένας θεόρατος γερανός να σηκώσει τα πεσμένα ράμφη τους και τα ξεθωριασμένα λειριά τους καθώς θα περνάνε ένας - ένας από τη καρέκλα του κουρέα με το τιμωρό πελέκι.
Θα ικετεύουν για μια συστολοδιαστολή στο έλεος των πεπραγμένων τους, αλλά δεν θα ηχούν παρά μόνο τα τριξίματα της απέραντης μικρότητάς τους.
Θα σκύβουν αλλόφρονες να περιμαζέψουν τους διαβόητους παπύρους υπεράσπισης, αλλά στο ανακάτεμα των σελίδων θα τυλίγονται ασφυκτικά με τις λέξεις από τις ψεύτικες ιστορίες που έλεγαν και εκσφενδόνιζαν με αλαλαγμούς από τους θρόνους της «τέως» βασιλείας τους.
Και θα ελπίζουν ακόμη.
Θα σέρνονται ικετεύοντας.
Θα κουδουνίζουν τα χρυσάφια τους με την ελπίδα μιας αγορασμένης συγχώρεσης.
Δεν θα γλιτώσουν όμως. Θα χορέψουν στο τέλος στη γιορτή του ενταφιασμού τους το βαλς του στρογγυλού μηδέν
Και θα λασπώσουν τα πορφυρά τους και θα ράψουν με φτηνή κλωστή τα μπαλώματα στις φορεσιές τους.
Για να περιφέρονται πλέον στα αληθινά τους χρώματα: «Ασήμαντοι.»