Ο ουρανός και η γη

Σιωπή πρώτη

Το “μοτόρι” ακούμπησε στο μώλο, για να αποθέσει με ραθυμία τους λιγοστούς για την εποχή, μαύρους κι άσπρους συγγενεύοντες.  0 λάγνος περιηγητής αποβιβάστηκε, ξεκρέμασε το πράσινο ταγάρι και περιφρόνησε για λίγο τη νύστα του. Η μικρή θαλασσινή φαίνονταν σαν να ήταν ανύπαρκτη, θα έλεγα ακόμα. Στο άκουσμα της και μόνο, οι μυτερές πέτρες έρχονταν να γίνουν ένας κόσμος από λαξεμένες κατάρες.

Το πρώτο πέρασμα ήταν κάπου στη ρεματιά. Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά, καθώς χτύπαγε η ρεματιά τόσους ρυθμούς από ζωντανά και νεκρά φαινόμενα, ταξιδιωτών βήματα παράταιρα, σ ένα αληθινό συνταίριασμα αλλοφύλων.

Ο καλύτερος απόκοψε και προβημάτισε για τόσα μέτρα, όσα για να συμπληρώσει λίγο πιο κάτω τον παρεμβαίνοντα πανικό του στη συμφωνία των πουλιών. Κοντοστάθηκε, κυριολεκτικά ζωσμένος από την τιμωρό βλάστηση, και τρέχοντας πήρε τον αντίθετο της αλήθειας δρόμο.

Το καλντερίμι μέσα στο δάσος με τις καστανιές χάιδευε ευλαβικά τις χοντρές γέρικες ρίζες και μέτραγε τα βήματα και τς μοίρες των ανθρώπων που το πατούσαν. Εκείνος, ακολουθώντας ένα νεύμα υποταγής, απόστασε για να συμβουλευθεί το πρώτο περαστικό έντομο και συνωμότησε μαζί του. ‘Υστερα λύγισε το κορμί του, έγειρε προς τη πλευρά τής θάλασσας παραδομένος στη μαγεμένη εικόνα με τα πολλά χρυσαφικά. Η μικρή θαλασσινή έγινε τότε, για πρώτη φορά το ηλιοβασίλεμο, βρίσκοντας έτσι τον τρόπο όχι μόνο να χωρέσει στον τόπο, αλλά να τον σκεπάσει ακόμα.

Πιο μετά, η νύχτα αφουγκράστηκε προσεχτικά τις ανάσες των κουρασμένων ταξιδιωτών και κάλυψε με το σκοτάδι τα ακάθαρτα κλινοσκεπάσματα. Τα όνειρα κι οι σκέψεις τις ώρες εκείνες παραλληλίστηκαν με το κερί της αλήθειας, που έπαιρνε φαλλικά σχήματα κι έδενε την ανατολή με τη δύση χωρίς αισχύνη.

Δοκιμασία Πρώτη
Το επόμενο πρωί αναπάντεχα α δρόμος σκίστηκε στα δυο. Παραμέρισε τη θάλασσα και το βουνό στα πόδια του άντρα και τον έφερε στον ξενώνα με τς χιλιάδες μύγες, όχι από το κοιμητήρι με τα στοιβαγμένα κρανία και τους μουχλιασμένους σκελετούς, αλλά από τη μεριά της κληματαριά με την πράσινη σκιά και το μαύρο σταφύλι της ηδονής.

Η σκούρα περγαμηνή τύλιξε για να κρύψει τη μικρή θαλασσινή, όπως το κουκούλι τον μεταξοσκώληκα και το λουκούμι το τερηδονισμένο δόντι, κι έφερε πόνο. Στο μεταξύ ο επί της υποδοχής Μάγιστρος φρουρός στη πύλη του Λώτ, πού χε να επιδείξει μόνο το μεγάλο κλειδί και τα λιγνά αδούλευτα χέρια του, σαν είδε τους ακάλεστους ακόλαστους αφανίστηκε στο κελάρι με τα καθαροπλυμένα βαρέλια για την αποθήκευση .Το παρασκεύασμα των ήχων της φωνής του θα το τελειοποιούσε λίγες ώρες μετά το Δειλινό.

Η συνάντηση με τη τραγική φιγούρα της Βασίλισσας, σε ώρες τρεις, στολίστηκε με ένα ψηφιδωτό από καφέ σκούρους κόκκους φακής, στην εξέδρα πάνω στους βράχους και παραδίπλα από το κοιμητήρι με τον φρεσκοσκαμμένο τάφο, που τον είχε ετοιμάσει ο ζωντανός ακόμη νοικάρης, για να κατεβαίνει να συλλογιέται. Η Βασίλισσα απολιθωμένη κρατούσε την άκρη του μαύρου πέπλου στο ένα χέρι, ενώ το άλλο της το είχε θυσιάσει στο βωμό της φυγής.’ Έτσι τουλάχιστον νόμιζε, γιατί και τα δυο μαζί χάιδευαν τη νιότη της κι ευχαριστούσαν το σκληρό βράχο που τα βελόνιαζε.Την άλλη μέρα θε νά'βάζε μπουγάδα και δεν χαιρόταν καθόλου γι αυτό. Αντίθετα γκρίνιαζε και μουρμούριζε φθόγγους ατελείωτους και ακάθιστες ακολουθίες.

Το ίδιο βράδυ γιόμισαν όλα εφιάλτες και καθρέπτες με λίγδα , φως απο σμάλτο κι αλμυρή γεύση. Λίγο πρίν να φέξει δε, όλα τα τα καθώς πρέπει πήραν και ντύθηκαν τη μαύρη σκιά, τη μαύρη σιωπή, βουλώνονται με το λιβάνι όλες τις τρύπες του μικρού κάστρου.“ Μυσταγωγία κι απόλυτη εχεμύθεια” αυτό ήταν το σύνθημα.Το στομάχι έψελνε κάθε που άλλαζε θέση το κορμί και οι σκιές πάλιωναν μαζί με το λούστρο που θύμιζε αποσύνθεση και πλούτο.

Το υπέροχο χάραμα ζεστάθηκε με λίγες σταγόνες καυτό αφροδισιακό ποτό που η Βασίλισσα ετοίμασε βιαστικά, ταΐζοντας κατά λάθος μαζί με τον ταξιδιώτη, τη μικρή θαλασσινή, τις μύγες που χόρευαν τον ερχομό του ήλιου και τα δικά της αρχοντικά χείλη, που'τρεμαν σκάβοντας άτεχνα τις ρυτίδες της. 0 χωρισμός δεν ήταν μόνα λόγος, ούτε λίγος : ήταν να γίνει. Η κληματαριά σκέπασε τις αποσκευές και τον ταξιδευτή με το πράσινο παγούρι του, καλοταξίδεψε τον άνεμο και περιφρόνησε τη Βασίλισσα που θα πλάγιαζε. Η ώρα της ζωής κατάντησε γι'αυτή ώρα μισεμένη ξανά.

Σιωπή Δεύτερη
Μαζεύοντας τη σκόνη για την προσφορά στην έρημη πολιτεία της αρωματικής ρητίνης, η όψη του ιδρωμένου αφαιρέθηκε τελείως και δροσίστηκε με τη πολυτέλεια μιας φανταστικής επικοινωνίας με το “Εξω”.’ Υστερα η κάθοδος χειρότερη από την άνοδο με τον άνεμο μηδενισμένο.
Η μικρή θαλασσινή είδε απο μακρυα τη μήτρα διαφυγής που θα την ξαναγέναγε, συντροφεύοντας με το βλεμμα της φαντασίας μια πορεία που γλύστραγε στο υγρό γυαλί.

Η άφιξη ολοκληρώθηκε με το απρόσωπο της απόκοσμης κουτσής αρσενικής υπηρέτριας, που έβλεπε τον κόσμο με το ένα μάτι γυάλινο και το άλλα κουτσομπόλικο. Τριπλή η προσφορά εδέσματος και μόνο επακόλουθο η συνάθροιση και το γεύμα με τα κόλυβα που θα μπορούσαν να περιέχουν και παραθείο. Η σάλα μεγάλη και μισοσκότεινη, με πάγκους φτιαγμένους από συγκολλημένα τεχνάσματα μιας άλλης εποχής, πεθαμένης και ζωσμένης με αρωματισμένα ψαλτήρια και βαρυσήμανες φοβέρες.
Πιο μετά, το μικρό μπαλκονάκι των κοιτώνων στο τεχνητό βάραθρο είχε για μια ακόμη φορά να κουβάλησει τα όσα μάτια θα λάτρευαν το δειλινό. Κεινη ακριβώς την ώρα, καποιοι ψαραντουφεκάδες μακρυά στον ορίζοντα στρίβοντας τον κάβο εκδικήθηκαν τον ουρανό σε πείσμα μιας αμαρτίας και πήραν μαζί με τη ψαριά τους και το φώς της μέρας.

Η νύχτα δεν είχε τίποτα να αφαιρέσει από τη γαστρίτιδα και τη μυρωδιά λάμπας πετρελαίου , ενώ πρόσθετε σκιά στην όψη ενός άγνωστου συγκάτοικου στους κοιτώνες, που χαιρόταν σ ένα άλλο στρώμα τα όνειρα του. Οι συνομιλίες των αγενών του οικήματος πλαισίωναν άλλη μια αντίθεση στην ουτοπία.

Ο Γάμος ταυ Δαυίδ
Η αρχή της επομένης τραγουδίστηκε πάλι απ ‘τα πουλιά και τους εργάτες των τσιμέντων. Ή ώρα πλησίαζε και ο μόλος φωτιζόταν απο τη παλιγγενεσία των αισθήσεων για τον κύκλο της ημέρας πάνω σε ζωγραφιστούς, ανάγλυφους ή και υπαρκτούς κισσούς σε κτίσματα βαριά αμετανόητων τιμωρημένων.

Βανδαλισμοί με μέταλλο στη σωρό της άμμου από χέρια γυμνασμένα στα στήθια ιερόδουλων, τάραζαν την ησυχία του γιαλού. Μαχητές της σαλαγγιάς και της νάιλον πετονιάς βρήκαν στο πέτο τους τη σφίγγα που τους πήρε σεργιάνι σε κόλαση από αίμα και σκουριά. Ο αμαρτωλός παρατηρητης ξεχώριζε, ξέχυλος από κεραυνούς, αδημονούσε, ερωτοτροπούσε με το μουράγιο κοσμώντας τη θλιμμένη γη.

Ειχε φτάσει η επόμενη υποδοχή. Η υποδοχή που καμάρωνε στη μέση με δεξιά κι αριστερά τiς κοπριές, τη φασαρία και τους νωπούς ασβέστες. Ή πανάθλια συμβίωση με τον κουλοχέρη καλλιτέχνη της απελπισίας και της παρωπίδας υπήρξε ευτυχώς ολιγόλεπτη και ολιγόλογη. Μόνες οι γάτες, εν τέλει, παραμόνευαν τα ψάρια που αυτοκτονούσαν στα βραχάκια και μαζί όλα το δειλινό με τη καμμένη πλώρη και τους ανθρώπους που είχαν πάντα την ίδια έκφραση στα μάτια: την απόγνωση και το μίσος. Ολοι παιδιά της εγκατάλειψης.

Στο περιβόλι με τις ντοματιές και τα λοιπά ζαρζαβατικά, τα φίδια και οι σκορπιοί είχαν περίπου τελειώσει την τελετή τους δίχως περιορισμούς και είχαν αφήσει το οξυγόνο της περιοχής να τροφοδοτεί τις γέρικες ελιές και το λιγοστό πονοκέφαλο του αναβάτη. Ειρυγμοί, ψίθυροι, βορβορυγμοί και ήχοι ομαδικής σύζευξης και λατρείας χαιρέτιζαν τις ετοιμοθάνατες πατάτες στο ξύλινο βρώμικο πάγκο.“-θα γίνουν ψητές φούρνου”, 'ελεγε ο γέροντας κι έτρεμε το χέρι του που κρατούσε το πεζούλι κι έτρεμε μαζί η γης και το βουνό απ ‘τη ρίζα του, ως το βουβό πάτο της θάλασσας.

Ετούτο το δειλινό ο ξένος στήθηκε κατηγορούμενος χάνοντας το παιχνίδι, καθώς ο αόμματος με τα μυωπικά γυαλιά σατύρου, έζωσε με φρεσκοκομμένους κορμούς δέντρων ένα αδύνατο αγόρι και το τράβηξε στη κορυφή, μανταλώνοντας τις πύλες πίσω του, να ναι η λεία καλά παγιδευμένη για τα γάμο. Τα μάνταλα βάραιναν τόσο, όσο και η καρδιά εκείνου που απόμεινε εξ επίτηδες στο κύμα κοντά για να κουβεντιάσει με τα κοχύλια και τα καβούρια, λατρεύοντας και πάλι μ’ αυτό το τρόπο τον δημιουργό του. Μπόρεσε ακόμα να χαρεί απροσδιόριστες φωνές απλών ανθρώπων που’ ρχοντας απο μακρυα και μίλαγαν για μεροκάματα και πότιζαν με τσίπουρο τις αρχαίες πέτρες, σαν να τις βάπτιζαν κι ύστερα αυτές με τη σειρά τους ν'αγίαζαν.

Δοκιμασία Δεύτερη
Το ξημέρωμα κάποια σύννεφα παραμόνευαν στον ξεχασμένο αυτά τόπο, καθώς δεν νοιαζόταν άλλο το καλοκαίρι κι έστρωσαν με γκρι τον ουρανό και ξαμόλησαν τον άνεμο σαν βρέφος να κατρακυλάει τη χαράδρα και να φτάνει γίγαντας στη θάλασσα του Αιγέα.
Η μικρή θαλασσινή φόρεσε πάλι τα σανδάλια της κι ετοιμάστηκε να παραβιάσει για πέμπτη και τελευταία φορά το άβατο. Κι η αρχή έγινε με την υπέροχη πτήση πάνω απ ‘τις τρίπατες ξύλινες εξέδρες με αποικίες απο σαράκι, που έφραζε χείμαρρους αποθηκευμένου σπέρματος για να μη δει ποτέ το φως της μέρας. Ήταν ένα βάραθρο αχανές, γιομάτο χορωδιακά στιγμιότυπα αρρενωπών φωνών απο σμήγμα περήφανου μετώπου, με το μεγαλείο που του χάριζε το “θείο” μέσα απ ‘τη φύση, ενώ τρόμαζε το σάτυρο η γαλήνη μιας πραγματική απόσυρσης.

Αντίξοος ήχος η τρελή γαλιάντρα, που άταχτη καλλωπιζόταν στον επιτραπέζιο όχλο κι αφελώς χαριεντιζόταν με τα σήμαντρα και τις μελαψές λαμπάδες. Και δεν σώθηκε όταν τσακίστηκε να πλοκαμιάσει τον κατά τη γνώμη της καλύτερο, παρασύροντάς τον μέχρι τη θύρα ταυ μικρού οικήματος με την επωνυμία “κοιμητήρι” όπου τα κρανία είχαν χαραγμένα κάποια ονόματα, καθώς πάλευαν να καταργήσουν το χρόνο κάτω απ τήν υπόγεια καταπακτή. Γελαστερή λοιπόν, είχε ενθουσιασμό μεγάλο, μάτια μεγάλα, μα τόσο δα νου. Ή τιμωρία της ήτανε να παίζει παντοτινά το ρόλο της τρελής μονάχης. Έτσι στριφογυρίζοντας έγραφε ίχνη και χανόταν στα κάτω πατώματα αλαφροχυμένη, τρίζοντας τις σκάλες ρυθμικά, σχεδόν χορεύοντας. Οι νυκτερίδες συνεννοημένες την γυρεύουν τα φθινόπωρα χορεύοντας κι αυτές, τυφλωμένες απ’ τη προσευχή της συνουσίας τους κι απ’ το μισό φεγγάρι.

Η νύχτα εκείνη ήταν γλυκεία και πριν ο Μορφέας ναρκώσει την όραση, οι κακόγουστοι μπερντέδες στα παράθυρα στέρησαν απ’ το βλέμμα την ελευθερία για την πορεία του μέσα απ’ τη χαράδρα κι από κει προς τη μεγάλη γεννήτορα πολιτεία του παράλληλου σύμπαντος.

Ο Γυρισμός στην Αφετηρία
Το πρωί της επιστροφής, η αναχώρηση αρχίνησε με ένα μέτρια γλυκό και ολοκληρώθηκε με το τάισμα των μικρών κατοικίδιων ζώων από σπάρους και γύλους που πιάστηκαν στο αγκίστρι του αξύριστου. Η ξανθιά όψη κάποιου πιστού συνεπιβάτη δέχτηκε από το λερωμένο ποτήρι το μίασμα, για να γεννήσει παραμορφωμένα τερατάκια γνώσης και να τα σπείρει στον ορίζοντα να διδάξουν μια από τις στρεβλές συνειδήσεις της ύπαρξης.

Τα όραμα της οπακάλυψης ήταν πλέον ολέθρια ανάμνηση, τολμώ να πω, καθώς η σκούνα με τις κλειδωμένες τουαλέττες σήκωσε τα σιδερένια της πανιά  για την άλλη αλήθεια , τη γνωστή φαιδρή και ζελατινένια. Σαν τις υπόλοιπες που επιβλήθηκε στη μικρή θαλασσινή να αντικρούσει και να αντικρούσει σ ‘αυτό τον άθελο, μα αναπόφευκτο περίπατο στα χώματα του Γίγαντα Αθωνα, γιού του Ουρανού και της Γης.