Το Άλλο

Να ξαπλώσω. Στον αέρα. Κι ο αέρας να είναι σαν τη θάλασσα. Να βγει από τους πόρους μου όλη η σκουριά. Να τρέχει από την πλάτη μου. Από τα πόδια μου. Από τα χέρια μου. Να με ζεσταίνει ο ήλιος. Να με δροσίζει το υπεράνω. Να καθαρίσω. Κανένας θόρυβος. Μια σιωπή. Προσκλητήριο γαλήνης.

Πέμπτη πάλι – πόσο γρήγορα γερνάμε…, σήμερα πάντως είχε πιο καλές ντομάτες στη λαϊκη αγορά, μου είπε η Αλέκα η γειτόνισσα. Οχι πάντως σαν εκείνες που έφερνε η Θεία Βαρβάρα απο το κήπο της Κολοκυνθούς τα Σάββατα παλιότερα.  Τότε όταν τα παντελόνια ήταν καμπάνες τα μπατζάκια. Τόσος περαστικός κόσμος και σε πήρανε οι σκέψεις σου ποτάμι σαν εμένα, κυρά διπλανή μου Αλέκα και χάνεσαι.  Σίγουρα! Οι σκέψεις αέρας.  Κυλιόμενη άμμος.  Σαν τους  πάγκους τους  φορητούς της λαϊκής, που συναρμολογούνται το πρωί και αποσυναρμολογούνται στο τέλος της αγοράς. Ακριβώς την  ώρα που κλείνει ο κύκλος της ρουτίνας κι η μοναξιά αρχινά πάλι τη μοιρασιά και καρφιτσώνει στους επισκέπτες το μαύρο της.

Τα χάπια, καλά θυμάσαι! Πρέπει να παίρνω τρία τη μέρα. Έτσι είπε ο προηγούμενος γιατρός μου. Τι το θελε κι αυτός να βγεί σε σύνταξη!!  Απ την αρχή πάλι να περιμένεις τον  καινούργιο να σε μάθει, να τον μάθεις, να ταιριάξουν τα χνότα σας, για  να δίνει τη συνταγή, δηλαδή απο την αρχή πάλι τα ίδια !

Να πεις ξανά το ατομικό αναμνηστικό το  οικογενειακό σου απόρρητο, πάλι ν ανακατεύεις τα πονεμένα σου. Ιερά νόσος βλέπεις η συντροφιά μου!  Παρέα απο παιδάκι! Σε μένα.  Σε  ενα κάτοικο της γης, στον κρατήρα της  οδού απείρου. Οικογενειακό και ατομικό αναμνηστικό μεταβολισμένο. Ενας μονο-τίποτας οργανισμός σφηνωμένος μέσα στη μομφή του σύμπαντος.

---Καλησπέρα γιατρέ.. Ας είμαστε σύντομοι..... Γιατί ολα είναι χρόνος , ένας μονόφτερος homo sapiens. Μια ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων. Η ακριβής μέτρηση της  διαδικασίας από το παρελθόν στο μέλλον.  Λοιπόν ... Οικογενειακό αναμνηστικό με θανάτους γονέων και απουσία αδελφών. Μεγάλωσα με τη παιδική φαντασία μου ολο αμαρτία, γιατί πριν πάθει η γιαγιά μου το εγκεφαλικό της, με πήγαινε για εξομολόγηση  και κάθε φορά ο Παππά Γιάννης με ρώταγε με ενα ύφος βαθύτονου τραβώντας τη λιγδιά απο το γένι του:
------ για το “Άλλο” τι έχεις να μου ξομολογηθείς νεαρέ ;;

Kι εγώ ίδρωνα, νατριχίλες στο σβέρκο, γιατί ήξερα ότι το αμαρτωλό “άλλο” με είχε ξανά και ξανά παραδώσει στο σατανά.  Κι όλα για την αιώνια ιστορία του ¨διαιωνίζειν”, που ο Δαρβίνος το είπε με τρόπο απλό:  ¨αυξανεσθαι και πληθυνεσθαι”.
Και το πήραν οι γραφές και μας τύλιξαν σε μια κόλλα γκρι που γράφει ΚΟΛΑΣΗ .. Γιατί μη δούμε κανένα ακάλυπτο δέρμα με ανοικτό το μυστικό του και μας κάψει ο ουρανός !!
Γιατί ; δε μοιάζει ο πόνος της γέννας με αμαρτία; Κάθε γέννα δεν έχει κι “Άλλο” σαν απαραίτητη προϋπόθεση ;
Πόσα απο το  “Άλλο” μείνανε μόνο καημοί κι απραξίες  και έπειτα γίνανε γλυπτό της μοναξιάς;

------- Γιατρέ μου τι λένε τα βιβλία σας για τη μοναξιά ;;; Αυτό το <άλλο>  το “άλλογενές” δίδυμο μας,  το όποιον πολιτογραφήθηκε στη φυλή της μελαγχολίας; Εκείνο που μας σκουντάει για να ξυπνάει πληγές;

 

Γεννήθηκα ξημέρωμα παραμονή Χριστούγεννα Ενα μοναχικό βρέφος να κλαίει στη μοίρα του γιατί του χάλασαν τη νιρβάνα της μήτρας.

Κι απο εκεί αρχίζουν ολα τα παθήματα και κάθε ποικιλία απο παιδικές αρρώστιες … μη βάζεις το χέρι στη μύτη—πες καλησπέρα στό θείο—φάε ολο το φαγί σου – μάθε ορθογραφία κι αγγλικά -- και προ πάντων μη βάζεις το χέρι εκεί που είναι το ¨Άλλο¨!

 Παιδικές αρρώστιες να μου παραδίδονται καθημερνά, οπως σε όλους άλλωστε, παραλείποντας εντέχνως τη διδασκαλία για τη μοναξιά, που ‘ναι  το δαδί προσάναμμα στων χρόνων τη φωτιά. Που μας τη φόρτωσαν μολύβι. Που παιζουνε μ αυτή οι πλάνοι οι σοφοί,

το καντηλάκι των θνητών για να θαμπώσουν. Να μας στερήσουνε τη φύση, να μην υπάρχει αναπνοή για ηδονές κι αντί αγκάλιασμα ψυχών σιωπές.

 

 -----Για την αδελφή μου δεν έχω πληροφορλίες γιατρέ. Πολύ μικρή την δώσανε οι γονείς μου σε ενα πλούσιο ζευγάρι που την πήραν μακριά. Ο αδελφός μου ο , μεγαλύτερος , πέρασε μια ελαφριά μηνιγγίτιδα στα επτά του και αυτός οπως εγώ. Μόνο που εμένα με βγήκε στα εννιά μου..

Κι ύστερα ακριβώς αμέσως άρχισε η επιληψία μου. Και τι κακό έχει η επιληψία ;; ναι!  παθαίνω σπασμούς !! Κι ο Ιούλιος Καίσαρ – λένε—σεληνιαζόταν. Κι  επίσης μαζί σαν αυτόν πολλοί άλλοι διάσημοι!! Λοιπόν;; αυτό δε με εμπόδισε να σπουδάσω !! Μια χαρά φιλόλογος αποφοίτησα με λίαν καλώς ! 

Ο Αρης  (ο Αριστείδης) ήταν ο καλύτερός μου. Πάντα του έλεγα όλα τα εσώτυχά μου. Μάλλον είμαι βαθιά πληγμένος Αριστείδη που δε τον εχω να περιγράψω αυτά που θα ήθελα και να του σφυρίξω σιγανά. Πουθενά δεν είναι πια. Χάθηκαν κι οι ώρες και τα άλλα πιτσιρίκια που παίζαμε το κρυφό μας με κατεργαριά συνθέτοντας το <άλλο>, σα στιχάκια στο ποίημα της ζωής μας που άρχιζε. Ενα ποίημα απο Ιδρωμένα ηλεκτρόνια στο πλατύσκαλο του χρόνου.
Κι ήθελα να του πω τι κάνω εδώ. Δηλαδή κάνω διάφορα , η νομίζω ότι κάνω! Και αλλα πολλά που δε θα τα πω γιατί με τα χρόνια έγινα εγωκεντρικός, η μάλλον  δε με αφήνει το <άλλο> .
Λίγο να μη πολυλογούμε,  εγώ με το <άλλο> απο τη κρυψώνα μας . Μάλλον διαστρεβλώνομαι σε μια ακατονόμαστη γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και γαργαλάει σε ότι της υπαγορεύει η μοναξιά. Αλλά δίχως να της απαγορεύεται και τίποτα εδώ που τα λέμε.  Γιατί εδώ που φθάσαμε με τους κανόνες της ώριμης ερημίας κι οι δυο μας, μια μέρα σαν τη σημερινή που έχει ενα ορθάνοιχτο ουρανό, μου επιτρέπεται άφθονη φιλήσυχη περισυλλογή.

 

Σε αυτή τη φωλιά των ψιθύρων. Ανακολουθα ακρωτηριασμένος. Και μ ενα σπόγγο να θέλω να σβήσω τα ρολόγια απο τον εκτεταμένο ξεφτυσμένο μαυροπίνακα που καταγράφει τη ζωή μου. Κοιτάζοντας κατάψυχα το <άλλο>. Τον παρατηρητή συνοδοιπόρο μου. Καθώς  χτυπά το εκκρεμές μου στην ώρα του. Στο κέντρο του, δίπλα στο <άλλο> μου. Και  σκορπίζονται όλα τα κομμάτια μου σκόνη. Μια σκόνη που κάνει  τον οφθαλμό να κλαίει από άγονη επαφή. Εδώ. Τόσο παραλογο γαλήνεμα!  Εγώ. Κι άφησα και μπήκε ο Θεός στο λημέρι μου, για να ισώσει την ανήσυχη κεφαλή μου. Και με βρήκε σαν ακράτητο καρπό να πλάθω με τους ψαλμούς της σκέψης την αιώνια ιστορία της ανεκπλήρωτης αγάπης.

 Μανθοστολιστε! παρατσούκλι που μου φόρεσαν στο σχολειό!  Ο κατεργάρης ο Αριστείδης - ακόμα έτσι με φωνάζει!. Ολοι στο σχολειό είχαμε το παρατσούκλι μας. Εγώ όμως είχα βγάλει πρώτος το παρατσούκλι του κυρίου Πέτρου του δάσκαλου "δασκ-άλου του  “άλλου” . Το “άλλο” του κυρίου Πέτρου μας είχε όλους αλώσει, ταλαντώσει.  Φύσηξε ψυχή στα  σώματα και ζωγράφισε χάρτες για τους κρυμμένους θησαυρούς μας. Πολύ μπροστά απ τον καιρό του, έχοντας μια κορμοστασιά σαν κατάρτι, μας απάγγειλε το "άξιον εστί"  του Ελύτη.  "Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας"! Και για μας γινόταν  ο κόσμος αυτός ο κόσμος ο  <άλλος> «Και το κόσμο αυτό ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις» Και μας λάβωσε αυτή η ομορφιά για πάντα. Ραβδωσιές του ρήτωρα στην άνοιξή μας. Ο πρώτος έρωτας μεσα στο απόρθητο τρυφερό θερμοκήπιο της γνώσης Ο κύριος Πέτρος:  Δασκαλόπετρα, για να μας λιώνει ο λόγος του.  Σαν να ζωντάνευε ολα τα πρωινά στο τόπο όπου ο Όμηρος ακούμπησε, καθώς δίδασκε τα έπη του. Σε εκείνο το πεπλατυσμένο βράχο με τον αυτόλιθο ναϊσκο της θεάς Κυβέλης στο μέσον, σε συνδυασμό με τα νερά μιας γειτονικής πηγής στη γωνιά της Χίου.

Ο Αριστείδης ο αγαπημένος μου φίλος είχε απο παιδάκι τόσο μεγάλη συλλογή δίσκων, οσες οι χαρές κι οι λύπες. Λάτρευε τη μουσική! Τη μουσική , τη γλώσσα των ήχων, τη βροχή των πολύχρωμων κτύπων που μας χάιδευε ολούθε.  Κατάφερε και μας ζύμωσε σε ένα μεταφυσικό πεντάγραμμο. Μια ροή  ρυθμών που έπαιζαν με τις νότες  την αρμονία των  αριθμών του σύμπαντος. Κι έτσι ο Αριστείδης μας έκτισε την ανάγκη να πλάσουμε και να βιώνουμε ενα ακόμα  ¨άλλο¨ χωρίς  τη λογιοκρατούμενη σκέψη. Παραιτήθηκε όμως πριν λίγο καιρό απο ολα. Έφυγε για κάπου μακρυά  --- δεν ξέρω γιατί! Ξέφυγε μαζί με το <άλλο>  του, και νομίζω μοίρασε τα υπάρχοντα του,  και πάνω απο ολα τους πολυαγαπημένους δίσκους του. Δεν είναι  σαν εμένα που κάνω πως  φεύγω κι έρχομαι εδώ και κλείνομαι κι υποκλίνομαι στο <άλλο> μου κι ύστερα επιστέφω στη παροικία των σημαδεμένων περαστικών.

Έφυγε ο Αριστείδης.  Πως στριφογυρνά κάτω απο τα αστέρια η ώρα χωρισμού. Ο κάθε χωρισμός που κάθεται στο πρεβάζι του καθενός μας, για να πιούμε φαρμάκι τις αναμήσεις. Έδιωξε και τον Αριστείδη, τον καλό μου φίλο που μοιραζόμαστε τόσα μαζί, το καθένα μας, το ετούτο μας, αλλά κυρίως το  <άλλο>. 

Τη πρώτη επιληπτική κρίση  μου την έπαθα όταν παίζαμε κρυφτά με τον Αριστείδη. Ξύπνησα με το κεφάλι μου στις παλάμες του. Με κοιτούσε με ζεστασιά και απορία. Δίπλα του μια δασκάλα με κοίταζε σαν να μουν κάτι <άλλο>.  Ενα χαρούμενο αγόρι που απο εκείνη τη στιγμή παράδωσε τη ζωή του απο το παιχνίδι  στο εύθραυστο <άλλο> του. Ήτανε πρώτη μέρα που η ζωή για μένα μεταπήδησε σε <άλλο> Με έκανε κάτι <άλλο> Μου δώρισε το  <άλλο> πάνω στο <άλλο> και το <άλλο> και το <άλλο>, που  όλοι κάνουμε πως δεν υπάρχει.!! Το <άλλο> που σηκώθηκε σα παραβάν για να μου κρύψει πρόωρα τον ήλιο της ξεγνοιασιάς
 ----Στο καλό καλέ μου φίλε Αριστείδη. Εύζωνε γάτε, που με μια γρατζουνά κι ενα βλεφάρισμα ανοίγεις όλα τα παραβάν. Και δίχως αλαζονικό παπιγιόν, τραγουδάς μόνο σε μια στιγμή τα αλλελούγια ενός ολόκληρου  αιώνα! Μουσικέ καταρράκτη που πλημμυρίζεις το τοπίο μου με ουράνια τόξα και συνταιριάζεις τ άστρα του σύμπαντος ν ‘αποκτούν καρδιές γεμάτες απο το φως της αγάπης

 

Η ζωή μας είναι μια γραμμή. Μια γραμμή στο καρδιογράφημα που ανεβοκατεβαίνει ανήφορο – κατήφορο μέχρι να σταματήσει στο καφωδείο του τελευταίου ψαλμού. Ολα περνάνε απο μια συνείδηση "είδηση" που τη βλέπουμε στην οθόνη του "εαυτού" μας. Με τους υποτίτλους να γράφουν την "ηδονή-πόνος" ως εντολή. Με το <άλλο> να παραμονεύει τετραπέρατο να βρει τη στιγμή που θα μας ασπασθεί η που θα μας δαγκώσει.

 Πόσο αρεστό είναι το κουστουμάκι μας στην ηγουμένη μητέρα φύση μας;  Πόση δύναμη έχουμε για να συντηρούμε την όλη αυτή τρομακτικά μοναχική μηχανή μας;  Αν μεταλάβουμε τη δύναμη που μας δίνει η ελπίδα και τη ζευγαρώσουμε με το κάθε <άλλο> λες να καταφέρουμε να στεκόμαστε λίγο πιο όρθιοι; Ίσως προσπαθώντας ανελέητα να νιώσουμε τον παλμό της αλήθειας να διαλύσουμε τις αναρίθμητες αμφιβολίες. Ίσως έτσι δεν κινδυνεύουμε  να κλειστούμε ζωντανοί στο μοιραίο όστρακο μας.  Κι αν υπάρχουν διαστήματα ψυχικής σιωπής, αυτά θα είναι η ανάσα που κρατάμε σε ανυποψίαστο μακροβούτι. Πριν βγούμε ξανά στην υποχθόνια  επιφάνεια. Με το <άλλο> να πανηγυρίζει και να στριφογυρίζει τους προβολείς μας σε χαρμόσυνες ή θλιβερές εισόδους . Δίχως ήχο, αλλά μέσα σε μια αμήχανη σιωπή. Στη "γνωστική" σιωπή του <άλλου>. Γιατί το <άλλο> είναι η ηχηρή άφωνη δοκιμασία.

Όταν ήμουν οκτώ,  η μητέρα  παράτησε το σπίτι και τον πατέρα μας για το <άλλο> της. Έτσι θυμάμαι να έλεγε στο πατέρα φωναχτά, όταν είχαν τον τελευταίο καβγά τους.  Του είπε ότι αυτή είναι η αλήθεια !! Έψαξε και βρήκε μάνι μάνι  το <άλλο> της διαφυγής της.  'Ελεγε στο πατέρα ήθελε να γλυτώσει το <άλλο> παρόν της, που ήμασταν εμείς . Γιατί  το μόνο <άλλο> που είχε να πορεύεται μαζί μας, ήταν η μιζέρια, όπως διατυμπάνιζε,  που είχε φυτρώσει στο πετσί της . Και αίφνης, κάτι της μύρισε στο καμαράκι της μοναξιάς  τις ώρες που μας μαγείρευε και μας έπλενε. Βρήκε τη κατάλληλη στιγμή και περιγράφοντας σε μια κόλλα χαρτί τη ψυχική της αποστέωση, εκανε  αίτημα στο πεπρωμένο για το <άλλο> . Το βρήκε κι έφυγε απόλυτη! Τη μέρα της εξαφάνισης της φορούσε ενα <άλλο> όραμα και της ήταν αρκετό.! Η μάνα μου σαν ακάματη επιφάνεια να λικνίζεται άχαρα, με τον ορίζοντα στη κορυφογραμμή του έρωτα.  Ο Τοξότης να τη κεντρίζει. Ομορφονιός αντίκρυ της κι εκείνη να  μοιάζει κουκκίδα μουγκή, ταγκή, μουντή φευγάτη για κείνον, το <άλλο>  της. Ενα ξέχυλο πιθάρι με τους πόθους της μέσα στο τέλμα της ρουτίνας.
Αναρωτιέμαι αν της το συχώρεσα ποτέ. Πόσο άραγε αντέχει να υποκλίνεται κανείς στο <άλλο> της επιλογής ενός δικού του, όταν τον διπλώνει ο πόνος;

Κι ο πατέρας πίσω μας εκανε κηρύγματα. Με το <άλλο> του να τον πιλατεύει να τον ξεγελά και να τον κυριεύει. Μας έλεγε ότι ολα είναι καλά. Πόσο τυφλός! Σαν να ήμασταν ολοι σε θέατρο σκιών. Εκεί που ανοίγαμε την αυλαία μας, κλείναμε τη κεραία μας και βιάζαμε στη πρέσα τη φαντασία, μη καταλάβει ο σκηνοθέτης του σύμπαντος, ότι είμαστε ο καθ ένας απο εμάς ένας άοπλος νάρκισσος μίμος.  Προσπαθούσε πολύ να μη καταλάβουμε πόσο πάλευε να καθαρίσει με πονηριά, μαζί με το <άλλο> του, το σκάνδαλο της "φανταχτερής ενοχής" για το ρήγμα στο σπιτικό του.

Είναι στιγμές που νομίζω ότι θα γίνει σεισμός. Πάντα ο σεισμός μου έφερνε στο νου το <άλλο>. Τι ποιο φυσικό ένας σεισμός να φέρνει αγωνία, φόβο θανάτου ή αναπηρίας, εκδηλώσεις υστερίας.  Εμένα όμως είναι τόσο ανεξήγητο  γιατί τόσο πολύ μου θυμίζει το <άλλο>! Μια δυνατή θυμωμένη σερνική οντότητα. Κάτι απο τον εγκέλαδο των μύθων η απο ταύρο η μαμούθ η ρινόκερο.  Ναί, ενα <άλλο> όλο δικό μου <άλλο>. Γιατί έτσι το θέλω! Μπορεί να μην είναι πιο σπουδαίο πιο τρομακτικό πιο ακριβές πιο συγκεκριμένο Αλλά για μένα είναι και αυτό το <άλλο> μου.  Και είναι όλο δικό μου!  Ένας μικρός μικρούτσικος κεραυνός στη κοιλίτσα της γης να μου ταλαντεύει τη φαντασία. Να μου χτυποκαρδίζει την ησυχία. Σα τα σκίτσα του Γραμματόπουλου στο βιβλίο του Δημοτικού της δεκαετίας του 1950. Με ζωγραφικές γεμάτες με κάποιο  <άλλο> σα τρυπάνι μυαλού. Με πείσμα χρωμάτων, αντιθέσεις φορεμάτων και με σταματημένο το χρόνο στην αυλή των παιδιών γέλιων. Ενα άγουρο ονομαστικό στη πρόταση της μάθησης. Τα πρώτα δευτερόλεπτα που έβλεπα να αναδύεται το <άλλο>. Ο σπόρος του. Κι ολα αυτά απλά και μόνο μέσα στη φαντασία μερικών σελίδων, πολύ πριν ριζώσει στα σωθικά μου ο έφηβος με τις βροντές του.

Εκτός απο σεισμούς και τόσα άλλα του, ο πλανήτης έχει και τη βαρύτητα. Η βαρύτητα ενώνει ολα με τη γη. Απο τότε που ο άνθρωπος φόρεσε υποδήματα δεν ακούει πια την ανάσα της γης γιατί έβαλε φραγμό.  Ολα τα ζωντανά είναι ξυπόλυτα Το ανθρωπινό είδος  αποφάσισε να κάνει ένα τεράστιο συλλογικό <άλλο>.  Εκείνο το <άλλο> που τον ξέκοψε απο το γαργάλημα που φέρνει  το γρασίδι της αναπνοής, ο βράχος της ύπαρξης, η αμμουδιά της φύσης, η  σφαίρα της γης . Απαρνήθηκε εναν απο τους κώδικες ζωής. Με τη πλάνη ενός <άλλου>, μιας χαλασμένης μόνωσης απομόνωσης, χωρίς επισκευή και επιστροφή.

Ο πατέρας  φόραγε πάντα σαγιονάρες τα καλοκαίρια όταν πήγαινε για ψάρεμα. Ήταν εργάτης.  Όταν τον ρώταγαν για το <άλλο> που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του, έλεγε πάντα ότι εκεί που το είχε κρύψει, μόνο μια αλεπού πονηρή θα το έβρισκε.  Ενα όνειρο καλά πειραγμένο απ τη φαντασία του, που δεν μπορούσε ποτέ να πάρει χρώμα κι οξυγόνο, γιατί η πατούσες του έμειναν πάντα βιδωμένες γερά στο θλιμμένο <άλλο> σκηνικό του. Το αληθινό. Το αφαλατωμένο. . Στο μονοπόρτι δωμάτιο του πεζού οικογενειάρχη.  Να μονολογεί.  Και στα κενά της δουλειάς να στρίβει και κανένα τσιγάρο απο φτηνό καπνό.  Τουλάχιστον για το τσιγάρο του ήταν σίγουρος εκεί δεν υπήρχε <άλλο> γι αυτόν. Τις σαγιονάρες τις χαιρότανε, όπως ενα μικρο παιδάκι, καθώς περπάταγε βγαίνοντας απο τη θάλασσα με το διχτάκι παραμάσχαλα γεμάτο μαριδάκι με μια έκφραση απόλυτης ευχαρίστησης. Γιατί ζούσε και χαιρότανε μόνο με αυτό το φανερωμένο <άλλο> του. Το ψάρεμα ! Γιατί όλες τις άλλες ώρες ρουτίνας μαράζωνε. Με κορμική απραξία να γυρνά τη σελίδα για λίγο και να σταματά στο κεφάλαιο που οι φωτογραφίες λείπουν. Λύπη. Ένα μονότονο πάγιο άροτρο να τον οργώνει. Φωτογραφίες που θα λείπουν διαρκώς.

Κι εγώ έχω τόσες φωτογραφείς μου που δεν εμφανίστηκαν ποτέ!  Για μια ακόμη φορά διάτρητος στη μεγάλη διασταύρωση του πεπρωμένου. Εκεί που με βρήκε το κάθε <άλλο> μου  να παρατηρώ το υπόλοιπο μου. Να ξεσκονίζω τις γρίλιες μου μισάνοιχτος, καθώς βλέπω να τις περνούν τα χρόνια απολιθωμένα, σαν το ζεστό ανθόνερο που ξεφεύγει μες απ τα αμαρτωλά μου δάκτυλα

Να υπήρχε ενα παζάρι με οσμη ανατολής. Σα μια νότα διάφανη. Γιατί πόσο δύσκολα είναι όταν νιώθεις ξεφτισμένος κρόταφος που αιμορραγεί μέσα στο σαματά του πλήθους. Καθώς ψάχνεις να βρείς το πάγκο που καθεται το <άλλο>. Για να χαρείς τις ξακουστές μυρουδιές που γεννά κι ερεθίζουν τη μηχανή της φαντασίας. Την ώρα που την δασκαλεύει πως να τυλίγει το χρόνο ελατήριο. Ενα <άλλο> ταξίδι σε αφηρημένη ματιά, ενα τραγουδι κύματα παλιάς αγαπης. Ενας ήχος σου, που δε θα σβυστεί ποτέ απο το σύμπαν.
Κι ομως εχω μαρμαρωσει. Ενας άσκημος ερμής ποδηλάτης στην αρένα του αδιέξοδου να περιμένω ενα χειροκρότημα που δεν ηρθε ποτέ απο όσους αληθινά αγάπησα. Μαζί με ενα απέραντο «γιατί» στον ουρανό με τα ξεδιάντροπα όνειρά μου. Και καθε τοσο μια ομοβροντία πεπαλαιωμένων ελαφρόπατων σχέσεων να με δονεί στο κεντρο της απάτης.
Μα παρ ολα αυτα να σιγοτραγουδώ στ’ όνομα της αγάπης το τραύμα μου ξανά και ξανά. Ασταμάτητα, μέχρι να εξημερώσει η ευχή τους βασανιστές μου. Στο παζάρι λοιπον ξανά! Ένας τροβαδούρος στη ξινισμενη πολιτεία με τις όρνιθες να σκαλίζουν το μέλλον. Κι ένας πλανήτης χαλί λιβάδι να τον ποτίζει αθωότητα και πονηριά μαζί. Σαν το λαδόξιδο που δένει τη γεύση με την εκπορνευμένη φαντασία στο χείλι ενός μαθητευόμενου  μοναχού.

Είναι ώρες που λέω αν μπορώ ν’ αφεθώ ολόψυχα. Για να δω και πάλι ενα πρωινό στην εξοχή. Να να βρω κουράγια να ξαναγράψω το σενάριο της αξέχαστης γης.  Εικόνες ασπρόμαυρες, γραμμένες με το μελάνι της εκκρεμότητας, να ξεγλυστράνε απ’τη κουπα της μνήμης μου και να μου ξαναγεννούν το <άλλο>.Υπάρχω πριν λίγο, σκέφτομαι, παραμιλώ, ονειρεύομαι, κινούμαι και μετά έρχεται το <άλλο> που κανείς δεν το λαμβάνει υπ όψη, όταν φλερτάρει με τα εφήμερα του. Το <άλλο> όμως συνουσιάζεται με τη ματαιότητα. Μας εμπαίζει ασύστολα! Τι κι αν ζαλίζομαι και χάνομαι κι απορώ μετά. Γιατί για λίγο η συνείδηση μου, η αντίληψη του κόσμου μου, το ότι υπάρχω και ανασαίνω κι ακούω τα γουργουρητά απ το στομάχι μου πάει περίπατο με το αχανές μηδέν.
Κι αυτός ο ανεμοστρόβιλος με ξεριζώνει.

Ευτυχία. Μια κατάσταση πλήρους ικανοποίησης που όταν ανθίζει πλημμυρίζει αρώματα η συνείδηση. Όμως ποια συνείδηση; Απ τη μια ο "βιωματικός εαυτός"  δουλεύει διαρκώς στον παρόντα χρόνο ανάμεσα σε στολίδια χαράς κι αγκάθια ματαίωσης. Κι έρχεται  απ την άλλη  ο "εμπειρικός εαυτός",  που μπλέκει τις αναμνήσεις κοτσίδες κουβάρια μέσα σε ταξίδια απο αναδρομικές ώρες.  Αντε τώρα να συνεννοηθούν οι δυο και να συμφωνήσουν. Να αποδείξουν μονοιασμένοι,  ότι αντιλαμβάνονται την ευτυχία σαν κάτι το ίδιο και οι δυο! Και το χειρότερο;  Το χειρότερο είναι το <άλλο>. Αυτό δε λείπει απο πουθενά! Είναι παντού σα δεσμοφύλακας που κρατάει τα κλειδιά απο το συρτάρι με ολα τα μυστικά μας παράλληλα. Τα παράλληλα παράτολμα, γκρίζα  η χρωματιστά, δρώμενα. Μας αφήνει σωριασμένους σε μια ξύλινη άβολη καρέκλα. Μας ξεγελάει να μη μπορούμε να σκεφτούμε. Κι εμείς καμαρώνουμε ότι η δύναμη της σκέψης είναι η δημιουργία της πραγματικότητας. Οτι έτσι είμαστε κύριοι του πεπρωμένου μας, Με τη σκέψη!!... Με τη σκέψη μόνο; Οτι κάπως έτσι-λέει- θα είμαστε σε θέση να προσελκύουμε οτιδήποτε επιθυμητό, να γινεται πραγματικότητα  Αυτά τα παιχνίδια μας παίζει το <άλλο>, το πανίσχυρο, πάνσοφο, ζαβολιάρικο πανδημιουργικό και πανταχού παρόν.

Όταν ο πατέρας μου στα 50 του πάθαινε καμία φορά ξαφνικές φοβίες με τρεμούλες χτυποκάρδι, ένιωθε έλεγε ήταν σα να έρχονταν ο χάρος !
Ο Φόβος ! Ενα ποταμός χωρίς τελειωμό ! Μια σκοτεινή κυκλική διαδρομή με τη ψυχή στη λαιμητόμο να περιμένει να της πάρει το φως. Κι όσο περιμένει με πανωφόρι την αγωνία, ο ουρανός  γίνεται μέγκενη κι η κάθε χαρά  την ώρα κείνη βουλιάζει στο χάος σκορπισμένη πάνω στα πεθαμένα άστρα. Σα μια θεατρική παράσταση της συνείδησης που αναποδογυρίζει στο σκοτεινό <άλλο>. Ενα <άλλο> χωμένο σε σπηλιά, που ξεδοντιάζει τη γαλήνη και κάνει το παρόν μια ρουφήκτρα στη κασέλα του μαρτυρίου και της αγωνίας. Αυτό που πάθαινε ο πατέρας δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που πραγματικά του ήταν γραφτό. Έτρεμε πάντα το καρκίνο. Αν τύχαινε να μιλάει για αυτή την αρρώστια το εκανε πάντα σα να τη καλοπιάνει. Δεν της χαλάλιζε τα συνήθη παρατσούκλια, όπως επάρατος, ξορκισμένο και τα διαφορά του λαού. Με κάποιο σεβασμό έλεγε « ο τάδε έχει πάθει εκείνο το ... "άλλο » Η όταν έτρεχε στο γιατρό της γειτονιάς με κανένα σπυράκι πάντα έλεγε – γιατρέ μου μήπως έχω το ...<άλλο>; Στα 60 του διαγνώσθηκε με καρκίνο στο σηκώτι. Έβγαλε τότε το  <άλλο> εισιτήριο. Εκείνο που έχει τη σφραγίδα της σύντομης διαδρομής. Καταχώνιασε βιαστικά σε κάποια βαλίτσα το λιγοστό του φθαρτό κορμί  και με <άλλο> πια βηματισμό μέτρησε τους αγαπημένους που του απομακρύνονταν. Τους παρακολούθησε καθώς ξεθώριαζαν. Ενα <άλλο> ηλιοβασίλεμα. Ενα <άλλο> μεσημέρι. Ενα <άλλο> μελτέμι... ενα <άλλο> χάδι: του Άδη.

Θάνατος. Η οριστική παύση όλων που υποστηρίζουν την ύπαρξη. Δε ξέρω πόσο αυτό το δέχομαι.  Καμία μορφής ενέργεια δεν χάνεται.  Δεν δημιουργείται και δεν καταστρέφεται. Απλά συνεχίζει να υπάρχει. Την εμπειρία του θανάτου τη βιώνουμε με ενα εγκέφαλο περιορισμένων δυνατοτήτων. Πως να το κάνουμε δηλαδή! Οπότε, κατά πόσο αυτή η εμπειρία, ανταποκρίνεται σε μια αντικειμενική πραγματικότητα ; Πόσο σίγουροι είμαστε ότι το <άλλο> δεν μας παίζει ενα πολύ έξυπνο παιχνίδι και πάλι; Αφού ο φλοιός του εγκέφαλου διαθέτει εργαλεία κατανόησης μόνο μέχρις ενός ορίου!  Μπορεί ο πίθηκος να απαγγείλει Σαίξπηρ; Ο  Αϊνστάιν με αφορμή το θάνατό ενός φίλου  είπε «έφυγε κι αυτός από αυτόν τον παράξενο κόσμο, λίγο πριν από μένα. Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Άνθρωποι σαν κι εμάς, γνωρίζουμε ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, είναι απλά και μόνο μια πεισματάρικη ψευδαίσθηση».

Κι εγώ σας λέω ότι είναι εκείνο το <άλλο> που μας περιπαίζει! Δεν φοβάμαι, εγώ δεν το φοβάμαι. Έχω πιστοποιητικό γέννησης, απολυτήριο δημοτικού, λυκείου, πτυχίο πανεπιστήμιου. Ολα αυτά σαν τη  σφραγισμενη αλληλογραφια μου με το <άλλο>. Ολοι ανεξαιρέτως , παιδιά ,μεγάλοι έχουν ενα <άλλο> δίπλα τους και κάνουν πως  δε το καταλαβαίνουν.

Ποιος δεν έχει πονέσει μετα απο τη κάθε πένθιμη τελετή;  Εγώ πάντως νομίζω αρκετά. Έχω ντυθεί με την ασφυκτική στολή στη συγκομιδή της θλίψης αγαπημένων που έφυγαν. Του αδελφού μου πιο πολύ! Που σκοτώθηκε καβαλώντας την φασαριόζικη μοτοσυκλέτα του όταν έγινε μόλις εικοσιπέντε. Κι έμεινα να κοιτάζω πίσω  μόνο μια χούφτα φαντασίες. Ν’ ακούω ακίνητα νοήματα και τις αναμνήσεις των ψιθύρων τους . Καθώς προσπαθώ να τα ξεχωρίσω απο τη θαμπάδα της απουσίας. Έχω το δικαίωμα να νιώθω τη μεταφυσική και αληθινή αγωνία της μοναξιάς του ανθρώπου. Και ειδικά αυτές τις ώρες είναι που στρέφομαι στο <άλλο>. Γέρνω γερνώντας. Με ακουμπήματα, με παραδείγματα λόγου και ασκήσεις φθόγγων, για να εκπαιδεύω το χέρι να ψηλαφά τα σχήματα του ημίτυφλου λόγου μου. Κι αμα δε τα καταφέρω, αμα χαθώ στο πλήθος, ονειρεύομαι μονάχος το <άλλο μου>  Ονειρεύομαι γιατί αντέχω ακόμα και αγαπώ τις στάχτες και τις πάχνες. Μπορώ να φωτίζω το <άλλο> και να φωτίζομαι απο αυτό, σαν μάχιμη μονάδα επικοινωνίας. Να το εναγκαλίζομαι.

Το <άλλο> με κάνει να γράψω την έκθεση ιδεών από το παλατάκι του μυαλού μου. Λεω μαλιστα να γινω αλλαζόνας. Να κάνω γκριμάτσα με μια ριπή φρυδιών αυτοθαυμασμού και να καμαρώνω που κατόρθωσα και πέρασα το κατώφλι και έγινα για το απόλυτο <άλλο> ο γραφεύς των πρωτοπλάστων μυστικών του. Μα στο τέλος οτι και να κάνω, ένας κατεργάρης από φτηνό βελούδο είμαι.  Με χαραγματιές, για να φεγγίζω μόνο υποψίες κι ερωτήματα και να δίνω λαμπυρίζουσες απατήσεις. Και  συλλογισμούς σα μια μικρή βασανιστική ζαλάδα.  Να θέλω να φυλάξω στην άκρη το νοήμον απολίθωμα μου, που ελκύεται σέρνεται η απωθείται απο το <άλλο> του. Μήπως και γλιτώσω για λίγο τη σύγκρουση της ανυπάκοης μνήμης με τις πλάνες, ξαπλωμένος στο φυτώριο των διαρκών ψευδαισθήσεων.

Ενα ζεστό απομεσήμερο –παιδί ακόμα- είχα βγει στην αυλή να πάρω ανάσα. Στο μαντρότοιχο στη άκρη πάνω απο τους βασιλικούς που στόλιζαν και ευωδίαζαν τα τσιμέντα μας, ίσιωνε ενα μπαλκονάκι τόσο δα. Ήταν το όριο του νοικοκυριού της κυρα Φρόσως. Αυτό το σαραντάρικο θηλυκό φόραγε μονίμως ενα αεράτο ημιδιάφνο κομπινεζόν τα καλοκαίρια. Δε ξέρω αν είχε εξάψεις η χαλασμένο θυρεοειδή, γιατί ήταν τόσο φανερό ότι τη βασάνιζε απελπιστικά η ζέστη. Στη γειτονιά οι κακές γλώσσες λέγανε ότι ήταν ολίγον ή πολύ ελαφριών ηθών.  Έμενε με την αδερφή της τη Φανή Μια πενηντάρα ατημέλητη γεροντοκόρη. Αιώνια κρυμμένη θεομανής, ενα βήμα απόσταση καρφωμένη στο εικονοστάσι και σ ενα καντήλι λαδωμένο. Οι ζωές τους η μέρα κι η νύχτα πάνω απ τους βασιλικούς μας.
Καθώς χάζευα τη κυρα Φρόσω αφηρημένα διαπίστωσα ξαφνικά ότι κάτω απο το διάφανο κομπινεζόν δε φόραγε τίποτα! Ήταν η στιγμή που γύρισε και με κοίταξε. Και καθώς με το μεσημεριανό λίβα που φύσαε το λεπτό ύφασμα είχε κολλήσει στις καμπύλες και τις σχισμές της, ξεκαρδίστηκε! Επειδή έβαψα τα εξάχρονα μαγουλά μου με μια μεγάλη κόκκινη ντροπή.
Γκαστρώθηκε η αδερφή της η Φανή κι ας ήταν μόνο 13 χρονιών.  Ενώ αυτή, η Φρόσω, απλώς κοίταζε! Είδε την αρχή του χρόνου που θα έφτανε απο το σπέρμα των λυγμών ως τις ωδίνες της γέννας.  Δυο ξέγνοιαστα κορίτσια στο σταυροδρόμι που παραμόνευε το <άλλο> τους. Για να τους στρεβλώσει το χρόνο, το δρόμο, τον κύκλο του πεπρωμένου τους. Για να γεννηθεί στο μετά, όπως διατάζει η φύση, ενα  βρέφος και να καταραστεί, όπως ορίζουν οι νόμοι του χωριού, τις δυο κόρες μαζί με το πάραγωγο της χαράς των σατύρων.
Τις στείλανε στη Πρωτεύουσα Σε μια θεία. Γεροντοκόρη γριά. Το μωρό το δώσανε σε υιοθεσία μόλις χρόνισε, ίσα που άρχισε να περπατάει. Ποτέ δε μάθαν τι απέγινε. Η γριά θεία πέθανε σε λίγα χρόνια κι έμειναν οι δυο αδερφές μόνες στο σπίτι . Στο σπίτι δίπλα μας. Να μας χωρίζουν μια σειριά βασιλικοί και τις ασήμαντες υποσημειώσεις που γέμιζε το <άλλο> τους. Η ζωή της Φρόσως ανέμελη και γεμάτη ελαφρότητα.  Αυτή έφερνε και το εισόδημα για να ζούν οι δυό.  Η ζωή της Φανής μια μόνιμη θλίψη χωρισμού και τίποτα άλλο Η μαραμένη σημαδεμένη μάννα Φανή να προσεύχεται ή να θυμώνει στις εικόνες των αγίων της. Γιατί τη γέννα που δε την έπλεξε απο ηδονή, την έραψε νυφικό στη στέψη των σαλεμένων. Και το παιδί που της πήρανε οι κλειδωμένες ψυχές των γονιών της, έγινε βράχος που κατάργησε την ανάσα στα στήθια που το θήλασαν.
Νομίζω ότι ήταν εκείνο το μεσημέρι που φαρμακώθηκε η Φανή. Κι αν οχι εκείνο, σίγουρα ήταν κάποιο <άλλο> μα τόσο ίδιο. Ενα <άλλο> μα τόσο  κοντινό. Πάντως όσο θυμάμαι, ολα τα επόμενα  καλοκαίρια παρατηρούσα  τους βασιλικούς μας να μαραίνονται κάτω απο το σκυφτό μπαλκονάκι.   Ενα <άλλο> μπαλκονάκι γεμάτο απο τις σκοτισμένες πατημασιές της Φρόσως, που μετά το μεγάλο κακό της αδελφής πήρε των ομματιών της και μετανάστευσε στην Αυστραλία.  Ακολούθησε  ενα <άλλο> .Το πιο αληθινό της ίσως. Ενα <άλλο> πάνω απο ωκεανούς και σίγουρα μέσα σε ενα <άλλο> πύρωμα αγγιγμάτων. Ένα ανυπόμονο τετελεσμένο. Και για μας, μια λιτανεία στο σπιράλ απο περασμένες ανάσες στη γειτονιά μας

Γιατί κάπως έτσι είμαστε. Ένας γενετικός κώδικας πονηρίας μέσα σ ένα καλοφτιαγμένο κάδρο απο κακοδουλεμένες προφητείες του κάθε μασκαρά. Ολόφρεσκες ψυχές που τις φύσηξαν νόθοι πολλαπλασιαστές στο δώμα των κυττάρων μας. Κι ύστερα μας παράτησαν έξω από το πανδοχείο που το διαφεντεύουν ανισόρροπα,  οι μοίρες, οι Ερινύες, οι άγγελο,  οι δαιμόνοι τα ξωτικά κι οι σάτυροι. Ταυτόχρονα αλύπητα μας φύσηξαν πεισματικά και το <άλλο>.  Ενα τεθλασμένο συνακόλουθο που μας λιμάρει διαρκώς το παρόν και μας παραδίδει νικημένους σ ένα παράλληλο "αίφνης " . Μια απόρρητη τιμονιέρα που μας λοξοπατεί όλο εκπλήξεις, κλέβοντας ή δωρίζοντας μοναδικές στιγμές. Αναστρέφοντας τους πόλους της γης μας.

 Το <άλλο>.  Με τα πολλά του πρόσωπα. Που αγκιστρώνει τις καθαρές σκέψεις, θολώνει ακόμα και τις κόρες των ματιών να μη μπορούν να χαρούν έρωτα.  Που μόλις φανερωθεί, κάνει όλες τις ουράνιες ή κολασμένες πύλες ν ανοίγουν. Να βλέπουν μόνο είτε μ απορία είτε με τρικούβερτο γλέντι στο βυθό της ματαιότητας .

Το <άλλο> που μας παραμονεύει στη γωνιά να τα αλλάξει ολα! Επανεκκίνηση, ευτυχία, αναγέννηση, στρέβλωση, χαμένο όνειρο, εφιάλτης, πανδαισία, αναπηρία....

Ομως οχι! Δεν θα παραδώσουμε ανεπιστρεπτί στους κριτές τις κρυφές συμμαχίες με τον προσωπικό βασανιστή μας.  Μέσα σε μια αμήχανη σιωπή. Θα κρατήσουμε την ανάσα, για να μείνει ακίνητος κι ο χρόνος. Μη πάει χαμένη ούτε μια αχτίδα απο την εικόνα μας, που καθρεφτίζεται εκτυφλωτικά πιάνω στην υγρασία του ανεκπλήρωτου. Αγκαλιά με το <άλλο> μας.  Δεν θα γίνουμε πρωταγωνιστείς στο θέατρο των δειλών. Γιαπί όποιος φοβάται το <άλλο>, γίνεται δούλος του.

Γιατί το <άλλο> είναι η ίδια η Ύπαρξη.   Γιατί το <άλλο> ειναι η ιδια η στοφα μας. Η φύση που μας προτρέχει και μας παροτρυνει. Η αρρώστεια που δεν υπήρχε, ο έρωτας που ξεκάρφωσε μια καρδιά απο το μαρτύριο της, ο βιασμός μιας παρθένας, ο χωρισμός των αγαπημένων, η ένωση δυο ξένων. Ο πόθος που ζευγάρωσε το φονιά της ενοχής με τις επίγειες απολαύσεις.

Ειναι το απροσμενο. Το <άλλου> εμβατήριο που οργανώνει χοροεσπερίδες και μας παρασέρνει σένα αιφνίδιο, βηματισμό.

 

Για να περνάει ο χρόνος στη μαγική κλεψύδρα, με την αμμο της μοναδικότητας να κυλάει στις φλεβες μας.

Ενας λαμπερος νόμος που αφαιρεί η γεμίζει. 

Το <άλλο> ....

Το υπέροχο, το υπέρτατο,

Η γλυκύτητα, η πικρία,

Η ζωή,

Η αιωνιότητα.

Η δυσαναπλήρωτη αγκαλιά μας με το σύμπαν.