
Το ωραίον
Θέλω να πάρω την κάρα του Αγίου Επίγειου και να τη λιτανεύσω σε χώρο ιαχών.
Για να μ’ακούσει το Απέραντο και να μ’ αφήσει η χάρη του να κάνω τους λίγους φθαρτούς ελιγμούς μου.
Πριν επέλθει το Ωραίον.
Πριν ο βρασμός υφής αφαιρέσει την εικόνα σου.
Θέλω, θα ήθελα, να πάρω την ροή του Τυχαίου και να τη σταματήσω στη κλίμακα Ευχαριστιών, στη κλίμακα που σε ανέβασε ο Πεπρωμένος.
Για να σου κλέψω το πανωφόρι, να σου πάρω το πάνω χέρι και να σε χωρέσω ως οικείο φρόνημα στη μοναξιά. Για λίγο άλλωστε. Ετσω κι αυτό. Αρκεί.
Γιατί έτσι προστάζει ο διαβόητος Ελεγκτής πηδαλιούχος, που επιτρέπει να υδρολύω το πόνεμα σε πόνημα.