Ακριβοθόρυβε

 

στη παλάμη μου έσκασε το αδίκημά σου χθές βράδυ, όταν ο ύπνος μου πήρε τη στάθμη του ονείρου και την εσήκωσε εν μέσω φόρου τιμής. Γιατί μου φάνηκες ολόιδιος Δίας.

Ενα γιομάτο διάστημα ολόγυρα με τις φιγούρες σου. Πανταχού άλυτοι ανηφορισμοί να χοροσυμπλέκονται και να ειρωνεύονται το δέρμα μου.

 

Και πυγμή αν είχα, με τρανά τα τοίχη, θα σου έκανα και λιγο το δυσκολο.

 

Όμως ασταμάτητα οι δαίμονες- ειδικά αυτοί- απολέπισαν τρεχαλησμένοι το θηρίον της αθωότητας, κι ανατάραξαν το μαξηλάρι με τη μυρουδιά της βανίλιας που έρευσε απο τα χείλη σου στο σεντονι. Εκεί που η λιχουδιά της πευκοβελόνας σου ξεπέρασε τη κλεμένη της μορφή κι αμόλησε καλούμπα να με πιάσει έξαφνα για να με δέσει.

 

Κι ύστερα όρμησε η ώρα να με λησμονίσεις. Αφάγωτο σα παξιμαδάκι του καφε στο φλυντζάνι σου. Παραδίπλα και πισόπλατα στο καθρεπτάτο δάπεδο της εξώπορτας