Πιόνια

 

Νεαρό μου ήμαρτον,

μ έπιασε θλίψη ξαφνική στο όχημα των φάλτσων αισθημάτων,

και σ ‘ένα κάρμα ονειρικό δίχως οδόφραγμα,

ζωγράφισα τρεις πινελιές στο μυρωδάτο σου σεντόνι.

 

Και προσπαθώ κοντολογίς,

με λογοπαίγνια να σε ψήσω στον ατμό της πένας,

σαν ψηλαφώ απ’ τον σφυγμό σου τη λιμνούλα των χαδιών,

μήπως και κλέψω ενα ποτήρι οργασμό απ τους υπόγειους στεναγμούς.

 

Μα εσύ αρχαίο διπλωμένο μυστικό,

μ αφήνεις πιόνι ασκάλιστο σε μια σκακιέρα  σκέψεις,

φυγοδικείς τις αγκαλιές και  σκοτεινιάζεις άκαρδα,

σ ‘ένα μισάνοιχτο ουρανό με θηρευτή μορφή.

 

Πικρό μου δήγμα,

καθώς περνάς και προσπερνάς,

ματώνει η μοναξιά τις σκάλες της ζωής,

βγάζοντας φθόγγους σιωπής στη λήξη της μορφής μας.

Με το κορμί σου λοιδορό των νόμων της αγάπης, 

να παραμένει νικητής στο κάλλος της πηγής. 

 

Για να σκεπάζεις κάθε ψίθυρο που σβήνει τις πνοές,

στο καθωσπρέπει που γεννάει Ερινύες .