Πολύδωρ

 

Μ΄ένα ξυνό  ποτό απόηχο μιάς άκοπης γιορτής,

τιμώρησε ο επάρατος βυθός το φώς του ωκεανού μας.

Για να σωπαίνει ο έχων φυλακή κι ο απέχων να μακραίνει.

 

Μια σημαδούρα να διχάζει η μοίρα μας,

καθώς εσύ ξενιάζεις ναυαγός μέσα σ' αμπάρι με σκουριές.

Και περιμένεις υποσχέσεις απ΄υδάτινους χρησμούς,

για μια γοργόνα να σου γνέφει όλες τις πλάνες.

 

Κι ενώ κωπηλατούσαμε σιωπές,

εθαύμασα λοξά το υλικό της μπαρουτιάς σου.

Καθώς ημιθανής με κόλπο τη νυχτιά χούφτωσα το κουμπί σου.

Για να γευτώ αχαλίνωτα το μέλι και το ύδωρ της πηγής σου.

 

Κι όταν θα κάνεις τη βουτιά του Τρίτωνα στο πάφλασμα του χρόνου,

θα σε χαρεί ακίνητο της μνήμης φωτογράφος, μέσ' το θολό φευγιό της σκέψης μου.