
Της αφής το ρήμα
Να’ρθούνε οι σκαλωσιές ν’αρθούν τα όρια,
να περάσω τους ορόφους μου, τη μια πάνω, την άλλη να κατεβώ με προσοχή
στο σανίδι μη πέσω στα μάτια σου
και χυθεί ο συνειρμός μου απο τη σουπιέρα του.
Το νοητό σου να πιάνω σα βελόνη σε απροστάτευτο δάκτυλο.
Το παρελθόν μου να χάνω στο πλακόστρωτο που περνούν και πατούν οι παλιές ερωτικές ανάσες.
N’ανασάνω πίσω απο τη μαγική κορνίζα του χρόνου. Εκεί που οι αχάριστες κόρες-ώρες κεντούν χαρισματικά τις ρυτίδες , σιδερώνουν τα μνημονικά, πνίγουν τη σπίθα του οργασμού και ασφαλτοστρώνουν τις ορέξεις χωρίς οίκτο.
Σα βράδυ που είναι να φέρω τη λάμπα να δώ το κορμί σου ξανά. Αυτό που δε γνωρίζω. Αυτο που ο κόσμος του αόρατου το φτιασιδώνει με κοφτερά μολύβια. Για να πληγώνει το πόθο, να τον διεγείρει σαν τ’ αφηνιασμένο άλογο, γυμνό ν’αφήνει τον οδηγητή στο πέρασμα των συμπληγάδων.
Θάλασσα και βράχος εσύ κι εγω εκει για λίγο έστω…
γιατι έτσι είμαι: μια πνοή με λιγότερα «αυριο» απο σένα, με φθόγγους που ασφυκτιούν στη αγωνία της τροχιάς μου, χαιδεύοντας τις γωνίες σου και πίνοντάς σε.