1970

Ενα χρονοχωρατό απ τα παλιά, για ν" αναποδογυρίσει το πένθιμο αναβατήριο του μεσήλικα με το σεις και με το σας, για να πάψω επι τέλους να σαστίζω καμιά φορά.

Κατά βάθος μου αρέσουν τα γλυκά πιασίματα και πολλάκις είχα ανακουρδίσει την ισχυάδα μου δια απολαύσεις αλλοπρόσαλλες.
Τον καιρό που ήμουν πτηνός ιπτάμενος. Περίπου στην ηλικία σου πάνω κάτω, νόστιμος  έως  λαμπίκος και έσερνα τα αρσενικά φετίχ μου από την ούγια του παντελονιού τους, μέχρι τη γωνία που είχα φωλιάσει και περάσει κομπολόι αυτούς και τις ένα μάτσο χάνδρες  τους και τα παλιού τύπου εσώρουχα ασπρόρουχα με λίγη τρυγίλα- αν δεν σας σοκάρει το γεγονός. Αλλά ήταν τότε ο παλιός  τύπος του αρσενικού μεταπλάστη που νόμιζε ότι σε έπιανε στον ύπνο της αγοροπωλησίας στις Λαϊκές των χαρούμενων.

Οι πλατεία του Χριστόφορου Κονδύλη με είχε μάθει να μετρώ τα κτυποκάρδια με τόση ευκολία, που όσοι ψώνιζαν σώμα, μουδιναν ρυθμό σα σε σάμπα πριν και μετα το μαλαγάνιασμα, πριν και μετα το μελάνιασμα, πριν και χωρίς το μετα.
Αν καμία φορά έρχονταν οι γέροι και χοντροί σωματοφύλακες της ηθικής παρακατιανής και μας έβαζαν στη άκρη να μας μετρήσουν, αν το  φρούτο μας ταιριάζει με το θρήσκευμα του οκλαδόν

Με πόση οργάνωση, τη δεκαετία του 70, έκανα το βιόδρομο μου μετ’ επιστροφής,  στο διαμερισματάκι που εχώραγε δυο και μόνο στο όρθιο πατείς με πατώ. Εκεί ποτέ δεν έκαμα την πεπατημένη και δεν πέρασα στα άδυτα, σπανίως μόνο, γιατί οι δύτες ήσαν  στεριανοί τσίγκοι με άδειο πουγκί, ο θησαυρός τους κι η απορία του πράματος ήταν ακέφαλο πλήκτρο ή σαν το πιόνι βασιλιάς δίχως σπίθα ή σπάθα (όπως το λετε εσείς εκεί στα προάστια με τις λίμνες των αρχαίων). Οι οποίοι αρχαίοι ωραία και καμάρι τους φιλοσοφώντας κι απο πάνω, το βούλωναν το πολυμερισμένο τους παντού κι επι τόπου!.

Έλεγα λοιπόν κι έκαμα λοιπόν και δεν έκλεινα το ποτιστήρι μου. Περήφανος και διακεκριμένος  δασκαλοδεικτούμενος. Σαν τι κόρνες ακουγόμουν στη Πλατεία. Λαλίστατο, απύθμενο και γλαφυρό διαθέσιμο κλειδαμπαρωμένο σεντούκι σε κάθε λογής ανοιχτήρι. Αρκεί να μου το ζητούσαν με ειρμό και διαφαινόμενο βήχα αμηχανίας, καθόσον οι αμήχανοι σερνικοί έχουν τη τούρλα του Σαββάτου καθισμένη στο αχαμνό τους ακόμα και τις καθημερινές.

Κατέβαινα και στον υπόγειο  υγροβιότυπο που υπήρχε στην ίδια Πλατεία, ναι ακριβώς στο μέσο άκρη δεξιά δίπλα στο παρκιν των μικροπαντρεμένων διατηρητέων αγωνιστών. Είχα λαμβάνειν και από αυτούς συχνά τον ομφαλό τους. Αν και αυτοί βγαίνανε πάντα Αύγουστο μήνα, όταν είχαν στείλει τη γυναίκα και τα κουτσούθρεπτα για μπάνια και ο ομφαλός τους ήτανε πάντα βιαστικά ιδρωμένος. Μπας και τους δει κανείς να ξεπορτίζουν επιβήτορες μεταξύ τυρού, αλλα κυρίως αχλαδίου! γιατί  αν έψαχνες για την ουρά, πολλοί σε διαβεβαιω τους την προσέφεραν αδιαπραγμάτευτη, με πολλά καρύδια να σπάζουν και μέλι να σκεπάζει τον Αττικό ουρανό.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι για το ενιαίο μασκάρεμα που σε εκείνα τα δρώμενα δεν το μεταποίησα ποτέ. Ένα κοστούμι  από “νέον” λαμπυρίζον, λιτό μεν, αλλά με συχνότητες συντονισμένες εις την ερωτικήν ιστορία, έτσι ώστε να αποπέμπω τους χαύνους και να συρρέω  τους  λάγνους. Προς αμοιβαίο όφελος εμού του ιδίου, αλλά οπωσδήποτε και των δυονών μας σαν πεφωτισμένοι, με φόντο απερίγραπτα ανθοποτεία.

Αυτά τα λίγα είχα να σου πω για το πως έκανα κούλουμα διαρκείας πριν πολλά πολλά χρόνια όταν έβγαινα για να γευτώ το γαιδουρόχορτο  και να πιω αφέψημα από αξύριστη αμανίτα μουσκάρια.

Και δεν το μετανιώνω!