Αγαπητέ σημαιοφόρε,
Οπως θα είδες και στην προηγούμενη φωτεινή επιγραφή που σου διακτίνησα με άπλετον φως πανοραμικά, η εικόνα για να με παρακολουθείς είναι η κάτωθι:
Ο «Εγονατισμένος Μέλας Διάδρομος» είναι μία αρχαιοελληνική κατασκευή, η οποία τους μεταγενέστερα χρόνους -με ασαφείς πόρους -διακοσμήθηκε με πολλά αγγειογραφήματα μπαγάσηδων. Οι φιγούρες λοιπόν με την πάροδο των αιώνων αμήν, πήραν σάρκα, μαγκιά και νεύρα και εξεξαϋλώθηκαν στη σφαίρα της ορατής κίνησης, απο την εξωτερική πειρατεία τους εντός των θαλάμων με τα ‘μπορντελέ’ κουρτινάκια και τα ολοστρόγγυλα σκαμπό.
Εκεί λοιπόν ζει απο αιώνες η παράξενη φυλή – άφυλη των Πανεπίτρεπτων, να ξεφυλλίζει τα φύλλα απο τα ιστορικά των Κειδεκοιμώμενων τα εξ αμάξης περαστικών ψυχών, που τους έτυχε προσφάτως και ένα γαργαλητό του πτωχευμένου πέλματος, εκεί που δεν το περιμένανε.
Οι κάτοικοι αυτού του Διαδρόμου λοιπόν, ξεσκαρτίζουν κάθε μέρα τις εσωτερικές τους περγαμηνές. Τα απόβλητα της μούχλας τα ξεσκονίζουν στους Κειδεκοιμωμένους αρεστούς τους, που είναι προσωρινοί στο οίκημα. Οι Κειδεκοιμώμενοι είναι ένα μεταλλαγμένο είδος έμβιων παρόντων με ένα κοντυλοφόρο φυτρωμένο στο χέρι της γραφής, για να σημειώνουν κάποιες πράξεις ιστορίας που λέγονται «σημαντικά παραπτώματα».
Κάθε αργοπορημένο πρωινό λοιπόν οι Πανεπίτρεπτοι ξεφουρνίζουν άρτο και θεάματα, για να κρατούν υψηλά τον απατηλό ελάσσονα τόνο του Ντο τους, ξεστομίζοντας ευγενικά και κανένα Ρε αμα λάχει, σε όποιον τολμάει να διαφωνεί μαζί τους.
Οι Κειδεκοιμώμενοι όλη μέρα, υπνοβατούν ψευδαισθητώντας ότι χαράσσουν γνώσεις και πληροφορίες στη σάρκα τους, προσκυνώντας καθημερινά πολυετίες πηδικότητας.
Αυτά επί του παρόντος, διότι κάθε συνέχεια είναι η ιδία. Καθότι εμείς κοιτάζαμε τον τυρόν με πεφουσκωτή υπερηφάνεια, μας έμεινε το αχλάδιον χωρίς ούτε καν την ουρά