Η θέα των θνητών
Βγήκε. Σε απόσταση χιλιοστών από το πεζούλι, στο μπαλκόνι. Στη θέα που όταν είχε άπνοια και βοριά βλέπει μέχρι τη θάλασσα. Κράτησε και την ανάσα. Την ανάσα και το Θεό. Γιατί είχε χάσει αίφνης το συμβόλαιό του με το γρανάζι των κυλιόμενων εβδομάδων. Μια αφύλακτη στιγμή. Μακρυά από το λιτό υπνοδωμάτιο με το μισάνοιχτο συρτάρι που έκρυβε όλους τους απαράβατους νόμους τυλιγμένους σε σκληρή περγαμηνή. Κοντά στον ουρανό, στο ρετιρέ μιας άγραφης συμφωνίας, στο τέλος του χειμώνα, να αγναντεύει.
Κρατώντας την ίδια ανάσα, όπως λίγο πριν τον οργασμό, με βυθισμένο το βλέμμα στο κατακάθι μιας σκέψης που είχε χάσει τη δομή της νικημένη από ενα στρατό συναισθήματα. Ενα βλέμμα του από δυο αμόλυντους οφθαλμούς γεμάτο έκπληξη, απορία, έξαψη, πιασμένο από το ρυθμό της καρδιάς . Ενα ίδιο βλέμμα σαν εκείνο που χουν οι τροβαδούροι για να στεφανώνουν τον έρωτα.
Να προκαλεί το διάστημα κάνοντας τη σκέψη του ενέργεια, ν’απλωθεί στο λεκανοπέδιο των αετών, να φθάσει αντίπερα, να αποστατήσει με τη επώνυμη παράβαση που τυλίχτηκε ηδονικά στη παλάμη του.
Κι όλα να μοιάζουν σαν μια ασυνέχεια στο απόγευμα των νηστιών, γιατί τρόμαξε ο πόθος του από ενα φιλί κι έγινε η γύμνια πηγή ηδονής.
Εκεί στο ύψωμα των φυλακών του να ψάχνει να διακρίνει όσα του γράφει ο προηγούμενος ώριμος δράστης στο λίθο των συνετών.
Ο δράστης με το γκρίζο στέρνο. Ο προστάτης της σποράς του. Ο υπαρκτός του.
Να γύρει έκανε ν’αρχίσει αγκαλιά, και κλέβοντας τα μυστικά απ τον αγαπημένο, κρυφάκουσε απ την ανάσα του τον αρχαίο μονόλογο της αγάπης:
– Παρακείμενος μισός στόχος να λατρεύω το κάθε βέλος σου, να εκπαιδεύω το στερέωμα μου σε μια αναρρίχηση δίχως κορυφή. Να σπουδάζω το ουράνιο σώμα σου έντρομος μη βρω αλλόθρησκες δακτυλιές. Γιατί στη γαλήνη των κουρασμένων κάποτε ακούστηκε ένας μύθος ότι μοιράζανε οι Κουροι φλουριά από χάδια. Κι ήταν γραφτό μου ν αμαρτήσω άπληστος και να ζητήσω όλα τ άστρα της ψυχής σου να μετακομίσουν μαζί μου στον πλανήτη των αιώνιων. Γιατί δεν άφησα το εκκρεμές να μου μιλήσει. Γιατί σ αγάπησα τόσο που κάθε στίχος μου θέλω πεισματικά να γίνεται ο κρίκος της μοναδικής μας ένωσης, ίδιος με την ηδονή μας. Για να τον ακούς όταν θα απουσιάσω και να γλυκαίνεσαι. ..
Άκουσε τα πρώτα λόγια του. Τον σταμάτησε όμως το ανίκητο κρύο του απραγματοποίητου. Γύρισε τη πλάτη και επέστρεψε αμίλητος στους τέσσαρες τοίχους που τους είχε προβλέψει ζωγραφιστούς με πολλά σχέδια. Αναστέναξε κρυφά απ τις υποσχέσεις του, είπε ένα χωρατό στη μοίρα του και με το σκέπασμα του αδιέξοδου κάλυψε το δακρυσμένο – νομίζω- πρόσωπό του. Κι αποκοιμήθηκε μοναχός.
Κι έμεινε η θέα των θνητών ένα στολίδι να ξεμυαλίζει το άπειρο.