Καλημέρα

 

Καλημέρα ολόξανθε κουραμπιέ, που κολυμπάς στη ζαχαρένια σου με δίνη, καθώς στενάζει η γειτονιά, για να σου πάρει στα κλεφτά μια δαγκωνιά.
Κι εσύ ξοδεύεις το πρωί με τη σβελτάδα σου,
για ν απλωθεί ο ήχος του φωτός, ώστε να μείνουνε τυφλές οι σαρκοφάγες ώρες που σε βάφτισαν. Καθώς χοροπηδάς σε σπείρωμα σημάτων, με τα κρουστά σου να σκορπούν τις τρομαγμένες μοναξιές.

Καλημέρα ρομαντικέ Δον Κιχώτη, που με τ΄ όμορφο κλειδί σου φονεύεις τις θλιμμένες σιωπές. Κι ανασταίνεις κρύα σωθικά με το μετάξι της ψυχής. Και με τ΄ ανθό μιας άρπας στο πρεβάζι σου, δονείς το ρήμα της αγάπης. Και πλησιάζοντας χωρίς τον οπλισμό, ποτίζεις κόρφους με χαδιάρες μουσικές.

Είσαι τρεχούμενο νερό, που ξεκινάς απ τις κορφές των αιχμηρών ερωτημάτων, για να ποτίσεις με αρχαίες πονηριές τους διψασμένους. Γιατί κρατάς το μυστικό, να μη ψηθεί ο άρτος μες το φούρνο των θυμών.
Εσύ ο γενέθλιος, που τραγουδά ο ουρανός τα μουσικά σου τα γεννήματα.
Άνοιξες τους Θεούς μες τα λημέρια σου, να ισιώσουν την ανήσυχη καδένα που φοράς. Και στο καρπό του ίσκιου φώτισες για μας ένα μελτέμι χάδια.

 

Κι εμείς αντικριστά, με το χαλκά στους τράχηλους σφικτό,  στέλνουμε σκέψεις πέρα δώθε ως το θρόνο σου. Για να γυαλίσουν θυμικά μ ‘ένα σφουγγάρι χωρατά και χίλιες αγκαλιές.

 

Καλημέρα ηλύσιε ταξιθέτη κουρασμένων οφθαλμών, που κλείνεις κύκλους ομορφιάς μες τη καρδιά και με σοφία σιωπής νικάς τους σκοτεινούς. Κι από μια στάλα οιωνών μύρωσες πένθη κι ηδονές, δίπλωσες τ' άστρα και άγιασες σ ένα κρουνό γαλήνης.

 

Είσαι για μας εξώφτερνη παράσταση , που σαν σε βρει ο πόνος της ψυχής, με μια σου νότα πυρετό λιώνεις των πεπρωμένων τα πετρώματα.

 

Γι όλα αυτά, σε ώρα ανατολής, οι χωριανοί σου όμοροι φύσηξαν στο σανδάλι σου το χάρμα μελωδού, για να διδάσκεις χείμαρρο χαράς στους ραγισμένους.