Ο αγίνωτος

 

Σήμερα βέβαια θα βγείς με κείνο τον άλλον. Τον άσχετο επαγγελματικό σαλιάρη. Θα φάτε αράχνες και το απεριτίφ χωνεμένα χασμουρητά. Θα σου μιλά για τη μοτοσυκλέτα του με υπονοούμενα και θα κοιτά τη διπλανή με το Marlboro στο κοτσίδι  που κόβει τη στάχτη απο τα «δήθεν» του κόσμου και για να τη ρίξει στα μάτια του συνοδού της. Ενας συνοδός μάλαμα, δημόσιος υπάλληλος, που την φλερτάρει καιρό αλλά εκείνη απο το άλλο της τ’αυτί.

 

Εσύ θα στρίβεις το πετσί σου γύρω στο ρολόι, αλλα εκείνο θα έχει καρφώσει τους δείκτες στον καρπό σου για να μαρμαρώνει η ώρα.
Στο άλλο τραπέζι κοιτάς δυό φίλους, γύρω στα 24, που πίνουν αλκοόλ ελαφρύ σοβαρεύοντας σε διάλογο αλόγων. Είναι απο την Περαμεριά κι οι δυό τεμπέληδες. 'Εχουν κι αυτοί μοτοσυκλέτα να καβαλούν, αλλά τα λένε ψιθυριστά και δεν μπορείς να τους ακούς.

 

Γυρίζει ανάποδα το μάτι στο τραπέζι σου και ψαχουλεύεις τα ψίχουλα και ψάχνεις κάτι να πείς έχοντας βγάλει ήδη απο το ταγάρι της φαντασίας τη συνδρομή του ληξιπρόθεσμου, τη βίτσα και τη τσουλίθρα διαφυγής. Γιατί όπως σε βλέπω, θα πάς αλλαχιασμένα να δέσεις την ταξιδιωτική φλογέρα στα νώτα, και θα ξεφουσκώσεις με μαεστρία. Γιατι ο ρυθμός σου ήταν τριών τετάρτων και κάτι, τόσος παρα κάτι, που δεν  έφτανε να γεμίσει το ποτήρι του ραντεβού.

 

Και θα σου μείνει ο γόης ακαμάτης αγίνωτος, με γυμνούς γλουτούς σκνίπα. Κουπί σε πλαστικό Σεπτέμβρη, με τη πυραμίδα του να είναι άχραντη.  Πρίν προλάβει να δει κάποια σκιά σου υπο το σεληνόπως σου το ερώτατον.