Ομόνοια

Ξημερώματα στα μέσα του 70 θαμώνας του γνωστού καφενείου στην ομόνοια έπινε ανθόγαλο και γύριζε στο κουτάλι το μέλι διαβάζοντας πάνω του τη γλύκα της βραδιάς. Tο ίδιο απόγευμα είχε ανταλλάξει το σύμφωνο του συνετού με τους ήχους μιας μεθυσμένης καρδιάς, χωμένος στα καλντερίμια με τις άκοπες απαγορευμένες μνήμες, είχε βάλει στοίχημα με το διάβολο να δέσει μια πέτρα στην απειρία του και να τη πετάξει μακριά για να ξετυλιχτεί έτσι η ταινία που κρύβει θολές σκηνές μοναξιάς. Ένας όμορφος  στη πλατεία των άψητων να διαφεντεύει δειλά στιγμές για να θησαυρίσει το αύριο του με τη γνώση μιας αιωρούμενης γυμνής αλήτισσας Παρασκευής.

Αναπάντεχα ενώ σκεφτόταν το υπόλοιπο της νύχτας, έλιωσε το βλέμμα του σα σωρός από μολυβένια περιέργεια σκεπάζοντας ένα περαστικό ντυμένο στα λευκά, που πλησίαζε. Φάνηκε να ήταν γνώριμη η φωνή του ξένου γιατί καθώς του μίλησε ένιωσε έντονα μια γεύση σοκολάτας στον ουρανίσκο του, σα μια σπάνια ιδανική ηδονική συναισθησία. Κι έμοιαζε ο ξένος σαν επισκέπτης μιας άλλης εποχής, μιας τρίτης εντολής στη διάσταση της ομόνοιας του 70, στο κέντρο ενός πυρωμένου συνειδητού. Τον κάλεσε στο τραπέζι του. Τα μάτια στο μαρμάρινο πάγκο. Ένα γκαρσόνι δισεξουαλικός παρατατικός σκούπισε με τη πετσέτα την αμηχανία και σερβίρισε το τασάκι. Ο ήρωας κι ο ξένος δυο αριθμοί να διαιρούν τη παρουσία τους στο μαυροπίνακα του παράδοξου σύμπαντος. Με τ'αποτέλεσμα να είναι μόνο κάποιες λέξεις κι ένα άγγιγμα. Όπου κι αν σκάλωναν τα λόγια τα γλίτωνε η παράσταση της παρέας τους μ'ένα κοίταγμα σιωπής που περίεργα φώτιζε τις πανόμοιες γωνίες των κλειδωμένων σχημάτων τους.

– γιατί είσαι εδώ? είπε ο Κούρος κάποια στιγμή ψιθυρίζοντας.

– ‘Εσύ μου έγνεψες κι όπως χλεύαζα το χρόνο μου με τράβηξες σύρριζα κι έγινα πρόσκαιρος μέτοικος της εποχής σου. Ήρθα γιατί οι δρόμοι μας -μηχανές θεών- εξόντωσαν το ακατόρθωτο και μας έσμιξαν, απάντησε ο ταιριαστός μελλούμενος

Ακούμπησαν, κοίταξαν το λαχειοπώλη που έπινε σαλέπι κι άκουγε στο τρανζίστορ Μαρινέλλα κι αποφάσισαν να βιαστούνε χωρίς να ξέρουν το γιατί. Η ώρα δεν γέρασε. Σταμάτησε. Αντάλλαξαν μέσα απο μια μόνο ματιά φιγούρες και ταυτότητες. Δυο επάλληλοι κύκλοι ψυχής στο πηγαινέλα του απείρου. Ένας αφελής Κούρος κι η μεσήλικη συνέχειά του. Ένα μίγμα υπογραφών πριν και μετά τις ρυτίδες. Σηκώθηκαν, στάθηκαν όρθιοι με τη πλάτη στο ρίγος του ονείρου κι όρκισαν το χρόνο να διευθύνει τη σύνθεση των παλμών τους μέσα απο τη παρτιτούρα της αγάπης.

Ύστερα βγήκαν και χάθηκαν στην αγορά ξεφεύγοντας από τα μπλόκα των χυμών τους, μετρώντας κι αυτοί το γεμάτο καφάσι ηδονής, όπως οι αδελφές ψυχές και οι πόρνες .